λακίδας

λακίδας
λακίς
rent
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λακίς — λακίς, ίδος, ἡ (AM) σχισμένο πράγμα, ξεσκλίδι, ξέσκισμα, ράκος («ποίας ποθ ἁνὴρ λακίδας αἰτεῑται πέπλων», Αριστοφ.) αρχ. (για πλοίο) το άνοιγμα που γίνεται από έμβολο εχθρικού πλοίου («αἱ μὲν ἐκ τῶν ἐμβόλων ἀναρρητόμεναι λακίδες ἐξαίσιον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”